- χαλινῶ
- χαλῑνῶ , χαλινόςbitmasc gen sg (doric aeolic)χαλῑνῶ , χαλινόωpres subj act 1st sgχαλῑνῶ , χαλινόωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλινώ — όω, ΜΑ βλ. χαλινώνω … Dictionary of Greek
χαλινῷ — χαλῑνῷ , χαλινός bit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλινώνω — χαλινῶ, όω, ΝΜΑ [χαλινός] 1. τοποθετώ χαλινάρι σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο (α. «χαλίνωσε το άλογο» β. «τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν», Ξεν.) 2. μτφ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «δεν χαλίνωσε τις αδυναμίες του» β. «τὰ πάθη χαλινοῡντες» … Dictionary of Greek
бръзда — БРЪЗД|А (13), Ы с. Узда, вожжи: Исакыи ст҃ыи мнихъ, имъ за броздоу ц(с)рва конѩ (τοῦ χαλινοῦ) ГА XIII XIV, 235г; за бразды похытивъ влечаше осла. Пр 1383, 5в; бръзды же въ оуста ѥго [Кирилла] вложьше. зане не мощи ѥму ѡ(т) старости ходити. Там же … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
αχαλίνωτος — η, ο (AM ἀχαλίνωτος, ον) [χαλινώ] αυτός που δεν έχει χαλινάρι μσν. νεοελλ. ασυγκράτητος, ατίθασος, αυθάδης μσν. ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) … Dictionary of Greek
ευχαλίνωτος — εὐχαλίνωτος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α χαλίνωτος, δυσ χαλίνωτος] … Dictionary of Greek
εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
περιχαλινώ — όω, Α (σχετικά με άλογο) περνώ χαλινό, βάζω χαλινό, χαλινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαλινῶ (< χαλινός)] … Dictionary of Greek